- στρόφανθος
- ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αποκυνίδες τής τάξης γεντιανώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strophanthus (< στροφός + άνθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουαβαΐνη — η (φαρμ.) καρδιογλυκοσίδη που λαμβάνεται από τα σπέρματα τού φυτού στρόφανθος ο λείος και από τα φύλλα ή το ξύλο τού φυτού ακοκανθήρα η ουάβειος και χρησιμοποιείται ενδοφλεβίως σε περιπτώσεις καρδιακής ανεπάρκειας … Dictionary of Greek
στροφανθίνη — η, Ν (φαρμ.) ετεροζίτης, καρδιοτονωτικό και διουρητικό που εκχυλίζεται από πολλά είδη στροφάνθου και το οποίο έχει επίδραση στο νευρικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strophanthin (< strophanthus, βλ. λ. στροφανθος)] … Dictionary of Greek
στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… … Dictionary of Greek